- συνευθυμέομαι
- συνευθῡμέομαι,A acquiesce in, approve,
τοῖς δρωμένοις Them.Or.8.102d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῖς δρωμένοις Them.Or.8.102d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνευθυμεῖσθαι — συνευθυμέομαι acquiesce in pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)